Δημοσιεύματα Ομιλίες Βιβλία Ζωγραφική Λέσβος Ιστότοποι

Βιβλιοπαρουσίαση







Περασμένα μα… όχι ξεχασμένα
Ν. Κ. Γραμμένου , Εκδόσεις ΜΑΤΙ, 2013
Παρουσίαση:  1 Ιουνίου 2013

Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ι Κ Α: Θωμάς Δεμερτζής, επ. Σχολικός Σύμβουλος Α/θμιας Εκπαιδεύσεως

Αγαπητοί φίλοι
Να ευχαριστήσω κι εγώ για την εδώ παρουσία σας και να σημειώσω αρχικά ότι το συγγραφέα του βιβλίου τον κ. Γραμμένο τον γνώρισα μόλις προχτές. Όμως είναι σαν να τον γνωρίζω από καιρό, μιας και μου ήταν ήδη γνωστό από σκόρπια δημοσιεύματά του στη γνωστή εφημερίδα «Τα Δεόντα…» της οποίας είμαι αποδέκτης εδώ και χρόνια, αφού ο εκδότης και επιμελητής της ύλης, ο Γιώργος ο Χανδόλιας, είναι φίλος και συνάδελφος από παλιά.
Ψυχή θα έλεγα του Συλλόγου της Κάτω Μηλιάς Πιερίας «ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ» ο Γιώργος, μαζί βέβαια με το Γιάννη τον Πούλιο και τα άλλα μέλη, μου έκαναν την πρόταση να παρουσιάσω το καινούργιο βιβλίο του Μηλιώτη γιατρού, που είναι μόνιμα κάτοικος Γερμανίας και επειδή, όπως προείπα, είχα ήδη διαβάσει κάποια ηθογραφήματα στην εφημερίδα, δέχτηκα την πρόσκληση, το μεν γιατί νιώθω ξέχωρη ικανοποίηση να ασχολούμαι με θέματα που αγγίζουν το λαϊκό μας πολιτισμό, το δε γιατί έχω τη συνήθεια να μην αρνούμαι τις προσκλήσεις φίλων.
Όταν μάλιστα ο σύγχρονος πολιτισμός, μηχανικός και μηχανοκρατούμενος παρασέρνει ανελέητα και ασταμάτητα πολλά, αν όχι όλα, από εκείνα τα στοιχεία που συνθέτους το λαϊκό μας πολιτισμό. Όταν αυτός ο αφανισμός είναι για μας τους παλιούς παράπονο, γιατί όλα αυτά τα στοιχεία είχαν απλότητα και χάρη και ομορφιά, είναι, συνεπώς, παρηγοριά να βλέπεις και να διαβάζεις τα πονήματα κάποιων ρομαντικών του καιρού μας, που προσπαθούν να καταγράψουν και να διατηρήσουν έτσι στη μνήμη των κατοίκων κάποια από αυτά τα στοιχεία που χάνονται.
       Λοιπόν, το να αποδεχτώ ευχάριστα να παρουσιάσω ένα βιβλίο με ηθογραφήματα, έχει να κάνει και με το γεγονός ότι για μένα είναι ιδιαιτέρως ελκυστικό ένα τέτοιου περιεχομένου βιβλίο, μιας και εγγίζει προσωπικές αδυναμίες και ενδιαφέροντα που έχουν σχέση και με το επάγγελμα του δασκάλου. Όπως λειτούργησα, δηλαδή, στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου και μου έμεινε το χούι. Και ως δάσκαλος, το τοποθετώ μέσα σ’ ένα χώρο που είναι για μένα πολύ προσφιλής, σ’ αυτόν της πατριδογνωσίας, όπως ακριβώς το λέει η λέξη, η οποία κλείνει μέσα της κυρίως και σαφώς βιωματικές καταστάσεις. Αυτό σαν μια πρώτη διαπίστωση.
     Όμως, θα μου επιτρέψετε να σας πω και να σας υπενθυμίσω τη διαδικασία με την οποία ερχόμαστε σε επαφή μ’ ένα βιβλίο. Τι κάνεις όταν ξέρεις το συγγραφέα και τι κάνεις, προπαντός, όταν δεν τον ξέρεις. Το «ξέρεις» αναφέρεται, βέβαια, όχι στην επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά την επαφή με το δημιούργημά του, το γραφτό του, σε πεζό ή σε ποίηση. Αν έχεις ξαναδιαβάσει κείμενά του, το πράγμα είναι πιο εύκολο γιατί ξέρεις και τι θα βρεις και τι να περιμένεις. Να τι κάνεις, όταν σου δίνουν ένα βιβλίο ή καλύτερα πιάνεις ένα βιβλίο στο χέρι σου.
Πολύ απλά διαβάζεις τον πρόλογο. Εκεί μπορείς να βρεις απάντηση σε βασικά ερωτήματα και πρώτιστα απάντηση σε βασικά ερωτήματα, αν το βιβλίο που κρατάς στο χέρι σου καλύπτει κάποιες προσδοκίες σου ως έργο προς αναγνώστη. Σύμφωνα άλλωστε και με τον τίτλο του. Στον πρόλογο βλέπεις το ύφος του συγγραφέα και καταλαβαίνεις με τι έχεις να κάνεις. Το ύφος είναι ο άνθρωπος, έλεγε ο Σεφέρης.
Νομίζω λοιπόν στην περίπτωσή μας, στα «Περασμένα» ότι ο δισέλιδος πρόλογος του Ν. Γραμμένου είναι εξαιρετικά διαφωτιστικός και καλύπτει πλήρως εκείνην την προσδοκία που γέννησε ο τίτλος.
Ναι, μέσα σ’ αυτό το βιβλίο υπάρχουν ιστορίες του τότε που πέρασε, αλλά, ευτυχώς, δεν ξεχάστηκε. Ιστορίες που είναι αληθοφανείς βέβαια, αλλά, όπως λέει ο συγγραφέας, το βιβλίο «δεν προσφέρει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι οι ιστορίες είναι αληθινές». Συνεπώς ο αναγνώστης, ενώ δεν πρέπει να σταθεί σε ερωτήματα του τύπου «είναι αληθινά όλα αυτά ή φανταστικά» βρίσκει μιαν όμορφη απάντηση στον πρόλογο.
«Ο συγγραφέας δεν είναι επαγγελματίας εφευρέτης ολιγόζωης λογοτεχνίας, αλλά ερασιτέχνης αφηγητής προσωπικής εμπειρίας μιας περασμένης και εν μέρει χαμένης χωριάτικης ζωής. Γι αυτό και κάθε μια από τις ιστορίες είναι στον πυρήνα της αληθινή». Τελεία και παύλα.
Κατά την άποψή μου αν συνέβαινε το αντίθετο, αν δηλ. ο πυρήνας ήταν φανταστικός, το βιβλίο θα έπαυε να παρουσιάζει το εξαιρετικό ενδιαφέρον που από όποιο ανάγνωσμα αρχίσεις να διαβάζεις, χωρίς καν τη σειρά που βρίσκονται μέσα στο βιβλίο οι ιστορίες, το οποίο ανάγνωσμα το καθιστά εξόχως ελκυστικό.
Τα λέει ηθογραφήματα. Χαρακτήρες, πρόσωπα, επαγγέλματα, κοινωνικές δομές και συμπεριφορές μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί, μιας έντονα βιωματικής χωριάτικης ζωής που στην παιδική του ηλικία την έζησε ο συγγραφέας ή άκουσε κι αυτός από κάποιους πατέρες της ιστορίες και του έμειναν τυπωμένες στη μνήμη, στη μνήμη που αντιστέκεται στη φθορά που προκαλεί ο χρόνος. Βιωματικές καταστάσεις που, μαζί του, έχουν ζήσει και οι Μηλιώτες και που δεν ξεχνιούνται και ούτε πρέπει να ξεχνιούνται. Άλλωστε και να θέλεις να ξεχάσεις, που λέει ο λόγος, δεν το μπορείς, ιδιαίτερα όταν παρέρχεται η "ήβη η τιμήεσσα" που έλεγε ο αρχαίος λυρικός και ο χρόνος κυλά και τυλίγει αμείλικτα το κουβάρι.
Όλοι μας θυμόμαστε στιγμές και στιγμιότυπα του κοινωνικού μας περίγυρου, ιδιαίτερα αν πρόκειται για το χωριό μας, για τη μικρή μας πατρίδα, που ωστόσο για τον καθένα μας είναι τόσο μεγάλη και άλλο τόσο αγαπημένη.
Η ανάμνηση τώρα των περασμένων μέσα σ’ αυτόν το μικρό κοινωνικό περίγυρο τής μικρής πατρίδας του χωριού μας, είναι ακόμα πιο έντονη, αν εκείνος που επαναβιώνει το παρελθόν ζει κιόλας μακριά από τον τόπο που εβίωσε τα γεγονότα του παρελθόντος. Θα έλεγα, και θα αναρωτιόμουν κιόλας, αν ο συγγραφέας, αν ο γιατρός μας - ο οποίος πουθενά στο βιβλίο δεν κάνει την παραμικρή αναφορά για το επάγγελμά του, παρά μόνον εκεί που όντας δεκατριάχρονος κάνει την πρώτη του χειρουργική επέμβαση βγάζοντας ένα αγκάθι από την πατούσα της όμορφης και εντυπωσιακής κυρίας Μαίρης - θα αναρωτιόμουν, λοιπόν, αν ζούσε και περνούσε όλη τη ζωή στο χωριό του, θα είχε άραγε την ίδια λαχτάρα και διάθεση να γράφει και να αναφέρεται σε μηλιώτικες ιστορίες του παρελθόντος!
Πιστεύω δηλαδή ότι, όσο πιο μακριά τόσο πιο μεγάλο το πάθος και η αγάπη και η νοσταλγία για τον τόπο σου, μ’ άλλα λόγια η πατρίδα "σε πληγώνει" για να θυμηθώ άλλα λόγια του Σεφέρη, όχι μόνο βλέποντας τους γυμνούς γρανίτες και τα βράχια, αλλά και, κυρίως, μη βλέποντας γνωστούς από τα παιδικά σου χρόνια, αυλές και πρόσωπα και σπίτια και λασπόνερα, δέντρα και ποτάμια και αργαλειούς και πηγάδια και χορούς και πανηγύρια, μη βλέποντας αυτά που τυπώθηκαν στην παιδική σου μνήμη.
Όσο πιο μακριά τόσο πιο έντονη η ανάμνηση και η επιθυμία του νόστου, μόνο που ατυχώς πολλές φορές η επιστροφή σού παρουσιάζει μιαν ανέλπιστη εικόνα που σε απογοητεύει. Τα λέγω, αν θέλεις, και από προσωπικές μου εμπειρίες και λαχτάρες.
Συμπερασματικά δηλ. το πάθος για τον τόπο του που έχει εκείνος που κουβαλάει αναμνήσεις από τα μικράτα του, είναι τόσο πιο έντονο όσο πιο πολύ χρόνο λείπει και όσο πιο μακριά ζει. Κατευθείαν ανάλογο με το χρόνο και την απόσταση νομίζω.
Στην προκειμένη λοιπόν περίπτωση νιώθεις πως ο συγγραφέας τούτου του βιβλίου είναι όχι απλώς παθιασμένος με το χωριό του ή καλύτερα με το συγκρότημα των Μηλιώτικων οικισμών ή όπως το λέει ο ίδιος με τη φαρδοπλατοσκορπισμένη Μηλιά, αλλά νιώθεις μαζί ότι ο άνθρωπος αυτός θέλει να συμμετέχει στη γενική προσπάθεια να συντηρηθεί το πνεύμα της κοινότητας εις την οποία αναφέρεται.
Είναι μια προσπάθεια στην οποία πρωτοπορεί ο Σύλλογος «ΟΙ ΛΑΖΑΙΟΙ» και μ’ αυτή την έννοια ο σκοπός της συγγραφής του βιβλίου ταυτίζεται με το σκοπό του Συλλόγου.
      Πηγαίνοντάς το λίγο ακόμα παραπέρα, επιτρέψτε μου να πω ότι αυτός ο σκοπός έρχεται και υπάρχει σε μια εποχή που ξενόφερτες αυτοδιοικητικές δομές με, ατυχώς, σπουδαία ελληνικά ονόματα, λέτε τα "Καποδίστριας" και "Καλλικράτης", μας επιβλήθηκαν εκ των έξω και εκ των άνω και μεθοδικά βάλθηκαν να διαλύσουν το ελληνικό κοινοτικό πνεύμα, δια του οποίου η Ελλάδα μεγαλούργησε.
Η απάντηση συνεπώς στην ερώτηση αν ο συγγραφέας δια της συγγραφής του πετυχαίνει το σκοπό του, είναι ανεπιφυλάκτως καταφατική.
Κι εδώ, θα μπορούσα να πω ότι μπορούσε να τελειώσει αυτή η παρουσίαση, αφού δόθηκε απάντηση στο ουσιωδέστερο, στο σκοπό της συγγραφής.
Θα αδικούσα ωστόσο και το συγγραφέα και τα ηθογραφήματά του και την παρουσίαση, αν δεν έκανα μια όσο γίνεται σύντομη αναφορά στο βιβλίο από την άποψη της δομής, του περιεχομένου και της γλώσσας.
Πρόκειται σαφώς για εικόνες και καταστάσεις και πρόσωπα μιας εποχής που παρήλθε χωρίς επιστροφή, δοσμένες μέσα σε 28 ιστορίες – διηγήσεις, σύντομες και ξεκούραστες που καθεμιά πιάνει 5 – 6 σελίδες πάνω κάτω.
Το σκηνικό όλων των ιστοριών είναι, όπως προελέχθη, η ευρύτερη περιοχή των Μηλιώτικων οικισμών, με αναφορές και σε γειτονικά χωριά.
Εικόνες ζωντανές με μια περιγραφική δεινότητα απρόσμενη θα έλεγα για έναν άνθρωπο που υπηρέτησε την επιστήμη του Ιπποκράτη. Να αναφέρω ας πούμε το πλύσιμο – σαπούνισμα των ρούχων στο ποτάμι, τα παιχνίδια – αθλήματα της εποχής, το καζάνιασμα του τσίπουρου, που δε θα μπορούσε βέβαια να λείπει. Πολύ δυνατή η περιγραφή που σημείωσα στο πετάλωμα της Αράπους (ένα μουλάρι), στην παρουσίαση της γκάιντας, φωτογραφικές λεπτομέρειες πραγμάτων και προσώπων και καταστάσεων που δείχνουν την αξιοθαύμαστη μνήμη του συγγραφέα, αλλά και μια τέλεια γνώση του αντικειμένου, όπως λόγου χάρη ο χορός του Τόλη του Τρυπωμένου.
Σε κάθε ιστορία υπάρχουν, εκτός από τρεις, συνήθως ένας ή δύο πρωταγωνιστές, άνδρας ή γυναίκα, κάποτε και κάποιο ζώο, ανάγλυφα δοσμένοι τόσο ως προς την εξωτερική τους εμφάνιση όσο και ως προς το χαρακτήρα και την κοινωνική συμπεριφορά. Εννοείται ότι τα πρόσωπα – πρωταγωνιστές ξεχωρίζουν είτε γιατί έχουν κάποιο χάρισμα ιδιαίτερο ή κάποιο ελάττωμα ή ένα σπάνιο επάγγελμα ή ασχολία της εποχής.
Με την ίδια περιγραφική ενάργεια μας παρουσιάζει τον πεταλωτή, τον αλμπάνη, τον αλχημιστή μάγο που εκμεταλλεύεται την αφέλεια των χωρικών, τον μποστανοφύλακα - μοναδικό στο είδος του, τη γήτισσα, τη Μπάμπω από το Παλιοζιάσιακο, που είχε λέει παγκόσμια φήμη, αφού την είχαν καλέσει ακόμα και στη … Μόρνα, τον γανωτή το Μηνά, το γυρολόγο με τα ψιλικά, τον αγροφύλακα, καθώς και άλλους με τα παρατσούκλια τους, τον Κούβαρο, τον Τζουτζούνα (δειλό) τον Τρυπωμένο (αντικοινωνικό).
Παράλληλα πρωταγωνιστές ή μάλλον δευτεροαγωνιστές στη διήγηση είναι οι προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες της εποχής, όπως και μια άνευ προηγουμένου αφέλεια των προσώπων, που δίνει την ευκαιρία στο συγγραφέα να διανθίσει την περιγραφή με ένα λεπτό χιούμορ, βασικό και αξιόλογο στοιχείο της συγγραφής του.
Έχουμε, λοιπόν, το φόβο για τα φαντάσματα, το μάτιασμα, το πάτημα του ίσκιου, το φόβο της νύχτας. Ωστόσο περιγράφοντας όλα αυτά και άλλες κοινωνικές καταστάσεις (αντιπάθεια, νυχτοφοβία, τήρηση νόμων) ο γιατρός μας δε διστάζει να κάνει εμβόλιμες επεξηγηματικές αναφορές, ώστε ο αναγνώστης του σήμερα και δη οι νεώτεροι να μπορέσουν να καταλάβουν πράγματα που μοιάζουν ή ήταν απίθανα ή και αντιεπιστημονικά, αλλά που τότε θεωρούνταν εντελώς φυσικά, όπως ας πούμε το μάτιασμα και το ξεμάτιασμα.
Ξαναγυρίζω στο χιούμορ. Λεπτό, ευγενές, με υπονοούμενα! Μου θύμισε τον Τσιφόρο, αλλά και τον Ροΐδη. Λέει πχ. ότι ο Γιώργος ο Μπριαζιώτης ήταν πλούσιος σε ουλές, σακατιλίκια και ψείρες!
Θαυμάσια η παρουσίαση των συνεδριάσεων φοβισμένων χωρικών και δη των γυναικών για το θέμα των φαντασμάτων στην αυλή της κυρά – Μαριώς, που ήταν ο πάπας της εωσφορολογίας, οι οποίες συνεδριάσεις κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, ναι, υπάρχουν φαντάσματα και μάλιστα αρσενικά και θηλυκά.
Και η Ευτυχία, που την πάτησε "ο ίσκιος", γιατί αυτός ο κύριος πατούσε ή πλάκωνε μόνο κορίτσια, κάθε άλλο παρά πεντάμορφη ήταν αλλά ούτε και τέτοια, ώστε στη θέα της να τρομάζουν τα βόδια.
Όλες οι ιστορίες, άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο, είναι διανθισμένες με αυτή την ανάλαφρη και σκωπτική διάθεση, ενώ στις περισσότερες από αυτές υπάρχει ένα γενικό μοτίβο. Έχουμε μέσα στο σκηνικό, που είπαμε, μια περιγραφή προσώπων ή καταστάσεων, δημιουργείται ένα πρόβλημα, προκύπτει μια απορία από τη δραστηριότητά του ή των πρωταγωνιστών, αρχίζει η απαντοχή και κορυφώνεται σταδιακά το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που διερωτάται έστω κι αν ψυλλιάζεται, που το πάει η ιστορία και τότε ξαφνικά, ναι, αλλά χωρίς υπερβολές, έρχεται η λύση, η «κάθαρση» ας πούμε και αναλογία, με μια ξαφνιάζουσα απλότητα, χωρίς επιμονή, χωρίς πλεονασμούς. Το λεπτό χιούμορ και τον τρόπο που τελειώνει η κάθε ιστορία τα θεωρώ από τα σημαντικότερα στοιχεία της συγγραφής.
Και πάω τώρα - και το άφησα επίτηδες για το τέλος -, στη γλώσσα. Γλώσσα στρωτή, νεοελληνική σ’ ό,τι αφορά τα διηγηματικά περιγραφικά μέρη, πασπαλισμένη ωστόσο με κάποια στοιχεία και καταλήξεις της καθαρεύουσας που δείχνουν πως ο συγγραφέας πέρασε από τα σχολειά της εποχής.
Όμως μαζί μ’ αυτήν η γλώσσα, ως πηγαίος και καλός τεχνίτης του λόγου, παρουσιάζεται ενίοτε και λεξιπλάστης και χρησιμοποιεί αρκετές λέξεις που φαίνεται ότι της δημιουργεί χάριν της οικονομίας της διήγησης. Λέξεις σύνθετες και παρασύνθετες που ένας αυστηρός ίσως κριτής θα τις χαρακτήριζε ως αδόκιμους νεολογισμούς, εγώ όμως βλέπω τη λεξιπλασία του εξόχως ενδιαφέρουσα, που μαζί με το διάσπαρτο χιούμορ που ανέφερα δίνουν μια ξεχωριστή νότα και χάρη στο κείμενο.
Να αναφέρω μερικές;  μακριαποδωαναλύτριες, ολιγομιλία, βαρβατοκαμώματα, κλεπτοενέργεια, λογοφόρος, θεατήριο, γυναικομιζέρια, ισκιοπάθεια, λογοδικτάτορες (πολύ επιτυχής η λέξη και ταιριαστή σήμερα σε πολλούς τηλεοπτικούς μαϊντανούς των πρωινάδικων).
      Όλα αυτά και κάποια αυθόρμητα λογοτεχνικά σχήματα. Κοιτάξτε το κλιμακωτό… «η φιλοποσία του μετετράπη σε πολυποσία και στο τέλος κατέληξε να ναι διψομανία. Η ευθυμία και το κέφι έγιναν μεράκι, μεθύσι, για να καταλήξουν σε κραιπάλη».
Αϊντι, η Χρήστους είνι τύφλα… Τουν βρήκα στου δρόμου σκνίπα. Σουρουμένους, τάπα…! Έχετε υπόψη καλύτερη περιγραφή μεθυσμένου;
       Ναι καλά καταλάβατε ότι εκείνο που στολίζει ιδιαίτερα τα κείμενα είναι οι γνήσιοι διάλογοι ή μονόλογοι, αν μπορούν να λεχθούν έτσι. Τα μέρη εκείνα που είναι γραμμένα στη μηλιώτικη ντοπιολαλιά. Μικρές απλές κουβέντες των 5 – 6 λέξεων που ξεπετιούνται εδώ κι εκεί φορτωμένες, ωστόσο μ’ ένα τεράστιο νοηματικό φορτίο, έχουν να κάνουν με τα συναισθήματα των ηρώων. Απίθανες συζητήσεις και συνεννοήσεις χωρίς διάλογο, αλλά με παράλληλη παράθεση επί του θέματος απόψεων της ομάδας χωρίς μια λέξη να περισσεύει.
Ανήκω σ’ αυτούς που πιστεύουν πως δεν υπάρχει θέμα γλώσσας, αλλά υπάρχει θέμα γραφίδας αθτού που χειρίζεται τη γλώσσα. Και ανήκω σ' αυτούς ακόμα που πιστεύουν ότι μέσα στη ντοπιολαλιά μένουν ολοζώντανες και σφύζουν λέξεις πανάρχαιες που ούτε η καθαρεύουσα ούτε η επινοημένη δημοτική τολμούν να τις πειράξουν. Είναι η ντοπιολαλιά αυτή που βυζάξαμε με το γάλα της μάνας μας και ας ξέρουμε όλες τις ελληνικές γλώσσες που ξέρουμε.
Κι όσο οι λέξεις αναδύονται από τις βαθύτερες γλωσσικές δηλ. συναισθηματικές δηλ. ψυχικές ρίζες μας, τόσο το ειδικό τους βάρος πολλαπλασιάζεται, τις κάνει λέξεις νοηματικά και συναισθηματικά βαριές, που βουλιάζουν μέσα στη συνείδησή μας σαν την άγκυρα του καραβιού που γαντζώνεται μέσα στο είναι μας δίνοντας μιαν ανείπωτη συγκίνηση.
        Αυτή η ντοπιολαλιά ενοχλεί κάποιους, γι αυτό και κινδυνεύει. Και δεν τους ενοχλεί που η μισή Ελλάδα σου λέει «σόρυ» και η άλλη μισή απαντά «πληζ».
Άσε πια τις εφημερίδες που κάνουν υπερωρίες στα φροντιστήρια του απογλωσσισμού και την τηλεόραση που χύνει νυχθημερόν ιδρώτα για να αλλοιώσει το γλωσσικό και το φωνητικό και το ακουστικό αισθητήριο ίσαμε το τελευταίο αγροτόσπιτο. Οδοστρωτήρες! Και χάνεται η ντοπιολαλιά, μαζί μ’ όλα τα άχραντα μυστήρια που φέρνει μέσα της.
Να γιατί μ’ αρέσουν και παθιάζομαι με τις ντοπιολαλιές. Και γιατί θεωρώ σπουδαία δια του βιβλίου τούτου την προσφορά του γιατρού μας. Μια ακόμα από τις ιστορίες είναι …. διαλογική μεταξύ του Δήμου και του Μέλιου.
Κοντολογίς θέλω να πω πως, χωρίς αυτές τις σκόρπιες φωνές της μηλιώτικης ντοπιολαλιάς τα ηθογραφήματα θα έχαναν μια ξέχωρη γοητεία του, αυτή που κάνει απολαυστική την ανάγνωσή τους.
Δε μένει λοιπόν παρά να ευχαριστήσω τον κ. Νίκο Γραμμένο για τη συγγραφή του, να πω ότι με ενδιαφέρον θα περιμένουμε και τα ποιήματά του που υπάρχουν και να ευχαριστήσω και εσάς που με ανεχθήκατε.











 
Το βλέμμα του Θεού

Μυθιστόρημα
Απόστολος Σπανός
έκδοση
Μπαρτζουλιάνος Ι. Ηλίας, 2011
365 σελ.


Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα, ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, με το οποίο ο Απόστολος Σπανός έρχεται να προστεθεί στους Λέσβιους λογοτέχνες και να ενταχθεί στους συνεχιστές της Λεσβιακής παράδοσης στο χώρο των Γραμμάτων. Και της παιδείας, εννοείται, μιας και τούτο το βιβλίο, δεν είναι απλά ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα που κρατάει αδιάπτωτο  το ενδιαφέρον του αναγνώστη  μέχρι το τέλος, αλλά είναι μαζί και ένα μάθημα – θυμηθείτε, η φιλοσοφία είναι το «μέγιστον μάθημα» είχε πει ο Πλάτωνας. 
Διότι σαφώς πρόκειται για ένα βιβλίο βαθιά φιλοσοφημένο, που δίνεται ωστόσο με τρόπο προσιτό και κατανοητό, αλλά και εύχαρι, καταπιάνεται δε με τα μεγάλα και υπαρξιακά προβλήματα του ανθρώπου, τον έρωτα, το θάνατο, τη φιλία, τον πολιτισμό, κι ακόμα την πίστη και τη θρησκεία με τα δόγματά της και τα θέσφατά της, την αγάπη…. Είναι ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας ξεδιπλώνει και  εκ-φέρει, θα έλεγα,  τα εσώψυχά του, τις απόψεις, τις πεποιθήσεις και τις πίστεις του.
Έτσι, εγώ ανακάλυψα τον Απόστολο στο πρόσωπο,  κάποιου από τους ήρωες τού μυθιστορήματος, άσε που και ο ίδιος το δηλώνει ξεκάθαρα, όταν αφιερώνει  το βιβλίο του  στη δική του Εύα, τη γυναίκα του, «την Εύα του παραδείσου του».
Άλλωστε όλα τα ονόματα των ηρώων του δεν είναι καθόλου τυχαία. Εύα, Αλέξανδρος, Κάλλιστος, Θεόφραστος, Αφροδίτη. Στην ελληνική γλώσσα κάθε λέξη και, κυρίως, κάθε όνομα σέρνει πίσω του ένα φορτίο εξόχως ενδιαφέρον.
Από την άλλη μεριά το βιβλίο αποπνέει το ύφος του Απόστολου. Μη θυμηθείς τώρα το Σεφέρη που έγραφε ότι «ύφος είναι ο άνθρωπος». Το ύφος, το μοναδικό και ξεχωριστό για τον καθένα, νομίζω ότι είναι αυτό που μπορεί και πρέπει να γίνεται σήμα κατατεθέν του γράφοντος. Έτσι που, όταν αρχίζεις και διαβάζεις, νιώθεις κάτι γνώριμο, ξέρεις «ποιός»  είναι ο συγγραφέας. Κοιτάξτε τις λέξεις  «ποιός» και  (το) «ποιόν». Δεν υπάρχει - θά ‘λεγα επηρεασμένος και από τους γρίφους του βιβλίου -   μια κρυφή σχέση ανάμεσά τους;
Βέβαια αν δεν έχεις διαβάσει, όπως εγώ, άλλα κείμενα του Απόστολου – υπάρχει  μια σειρά από μελέτες του που αφορούν την Εκκλ. Ιστορία της Λέσβου -  το ύφος του ωστόσο  σου αποκαλύπτεται ήδη γνωστό από την καταγωγή του. Αν είχες γνωρίσει εκείνη τη γιαγιά του, την κυρά Μαρία την Αϊβαλιώτισσα, έτσι τη λέγαμε στο χωριό, αν είχες ακούσει να σου μιλά, και πώς, για το Αϊβαλί, θα έβλεπες πόσο γνώριμο είναι  το ύφος  του.
Τούτο αυτό θα έλεγα, αν έχεις γνωρίσει και το Φώτη, τον πατέρα του, το ψάλτη του Αγίου Ραφαήλ στη Μυτιλήνη,  αυτόν τον Νταλάρα της ψαλτικής, που ωστόσο δεν ξέρει _ ευτυχώς ! _ βυζαντινή μουσική, μια αυθεντική φωνή από έναν κατεξοχήν αυθεντικόν άνθρωπο, τότε λοιπόν θα πεις  πως το ύφος του Απόστολου  έχει να κάνει με το DNA  του, κι έτσι, ό,τι προστέθηκε μετά, έπεσε επί την γην την αγαθήν και καρποφόρησε θαυμάσια.
Μέσα από «Το βλέμμα του Θεού» προβάλλει ο συγγραφέας, ο θεολόγος, ο φιλόσοφος, ο γνώστης της Βυζαντινής Παλαιογραφίας. Χάρη σε τούτη την τελευταία ιδιότητα έχουμε κιόλας εκείνο το ξεχωριστό που  κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, όταν  πιάνει στα χέρια του το βιβλίο με το καταπληκτικό εξώφυλλο και αρχίζει να «ταξιδεύει» σε βιβλιοθήκες μοναστηριών και σε ράφια γεμάτα κώδικες γριφώδεις, σ’ εκείνα τα κιτρινισμένα τεράστια βιβλία με τις καφετιές σελίδες και τη μεγαλογράμματη γραφή.
Ευφυέστατη η σύλληψη της υπόθεσης από τον Απόστολο, όπως άλλωστε και η εξέλιξη της όλης ιστορίας, πολύ δε περισσότερο καθώς συνταιριάζει γρίφους και κώδικες με τη σύγχρονη τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
Ποιο είναι λοιπόν το στόρυ, όπως θα λέγαμε ελληνιστί; ΄Εχουμε πέντε άτομα. Τους ήρωες της ιστορίας μας. Οι δύο είναι αδέρφια, που ο πατέρας τους πριν πεθάνει τους προέτρεψε να λύσουν  επτά γρίφους, διά των οποίων θα μπορούσαν να αποκωδικοποιήσουν  ένα κείμενο της Παλαιάς Διαθήκης, κείμενο ύμνο στον έρωτα. Φυσικά, κείμενο εξοβελισμένο από την Εκκλησία τού τότε, από εκείνα τα χρόνια που οι καλόγεροι αντέγραφαν τα ιερά βιβλία στα μοναστήρια.
Οι γρίφοι είναι  δύσκολοι στη λύση τους. Αλλά ο αποθανών πατέρας ήξερε τι είχε στον ντορβά του. Ήξερε και τα παιδιά του και τους φίλους τους. Και ήξερε πως οι πέντε τους, με τη διαλογική συζήτηση και τις εμπειρίες τους  θα έβγαιναν από τον λαβύρινθο των γρίφων.
Κι εδώ στις συζητήσεις τους και στην προσπάθειά τους να βρουν το μίτο της Αριάδνης σε κάθε γρίφο, βλέπουμε να μπαίνουν προς έρευνα και συζήτηση  ζητήματα  σημαντικά και συμπαντικά, όπως η σχέση του έρωτα με τη ζωή και το θάνατο, η ουσία της αλήθειας, ο Θεός, η έννοια του πολιτισμού, η κόλαση των άλλων, η παρακοή των πρωτοπλάστων και οι συνέπειές της…..
Θέματα που μαρτυρούν και το επιστημονικό υπόβαθρο του συγγραφέα αλλά και την φιλοσοφική του κατάρτιση και την ελληνική και χριστιανική παιδεία του. Μαρτυρούν όμως και το γεγονός ότι ο Απόστολος Σπανός είναι ένας δάσκαλος, που διδάσκει και με «Το βλέμμα του Θεού».
Οι έμμεσες διδαχές του, αν μπορούν να λεχθούν έτσι, είναι απρόσμενες και πανέμορφες. Να τι γράφει κάπου, έτσι, στην τύχη         « …τους γρίφους. Νομίζω ότι για να τους λύσουμε έχουμε ρίξει όλοι μας μια ματιά στη ψυχή μας, κι  έχουμε γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό μας….»   Ναι,  εδιζησάμην εμεωυτόν ,  το είπε ο Ηράκλειτος.
Λοιπόν, οι γρίφοι βαίνουν με αύξουσα δυσκολία και η λύση  του κάθε γρίφου οδηγεί στην αποκωδικοποίηση και ερμηνεία ενός τμήματος, «μιας ημέρας» του χαμένου κειμένου. Οι ημέρες βέβαια είναι  επτά, όσοι είναι και οι γρίφοι, αλλά και οι ημέρες της δημιουργίας. Λύνοντας όλοι μαζί οι ήρωες μας τους γρίφους και περνώντας μέσα από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του ψυχικού τους κόσμου, και καθώς  η περιέργεια και η αναμονή του αναγνώστη κορυφώνονται,  βγαίνουν, εκεί στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, στο ξέφωτο της λύτρωσης.
Θα ήταν νομίζω παράλειψη  να μην αναφερθώ και στο ευφυές χιούμορ του συγγραφέα, λεπτό και αυθόρμητο, που δεν λείπει ούτε  κατά την διήγηση ούτε και από τους διαλόγους. Νομίζω ότι εκείνη η σπαρταριστή  διήγηση του μύθου του Οιδίποδα από τον Θεόφραστο,  είναι σκέτη απόλαυση.
Και φυσικά  ο Απόστολος δίνει μέσα στο μυθιστόρημά του και το στίγμα των όπου γης, και εκτός νήσου, Λεσβίων. Την αγάπη τους δηλονότι για το νησί. Ένα  κομμάτι της υπόθεσης εκτυλίσσεται στη Μήθυμνα, στο ομορφότερο χωριό του κόσμου. Ναι, εκεί στη χώρα του Βορρά όπου διδάσκει, δεν ξεχνά  τον τόπο του, που τον επισκέπτεται άλλωστε κάθε καλοκαίρι.
Τελειώνοντας  πρέπει να κάνω μια μικρήν αναφορά σ’ αυτό καθαυτό το απολεσθέν  χειρόγραφο της Π. Διαθήκης. Πρόκειται για έναν ύμνο στον έρωτα  και στην αγάπη των δύο πρωτοπλάστων, τους οποίους εμείς οι χριστιανοί δεν τους έχουμε και περί πολλού, εξαιτίας της παρακοής αλλά και εξαιτίας της τάσης πολλών κληρικών να βλέπουν παντού ενόχους και να μας γεμίζουν ενοχές.
Ο συγγραφέας είναι σαφής και κάθετος στις απόψεις του για τις υπερβολές και τις στρεβλώσεις που κάνουν πολλοί κληρικοί. Δεν κρύβει την απέχθειά του στην εμπορευματοποίηση της θρησκείας. «Τους πολλούς το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να βγάζουν βόλτα εικόνες και άλλα κειμήλια για να μαζέψουν λεφτά, που ένας Θεός ξέρει τι τα κάνουν μετά».
Και δεν κρύβει την εκτίμησή του στους άξιους και προσηνείς εκπροσώπους της μοναστικής ζωής. Η αγάπη, η κατανόηση, η γλυκύτητα είναι ο χώρος και η ατμόσφαιρα όπου παίζεται το παιχνίδι.
Να. Το αποκωδικοποιημένο κείμενο υμνεί τον έρωτα και την αγάπη. Ας δούμε.
Την τέταρτη μέρα, εκεί, εκτός παραδείσου, του είπε η Εύα.
«….προτιμώ να κοιμηθείς εδώ,….. για να μπορώ τη νύχτα να βλέπω  ότι δεν είσαι άρρωστος».
Σίγουρα είναι ό,τι καλύτερο έχω διαβάσει ποτέ για την  Εύα, και για τις Εύες όλου του κόσμου.
Και ο Θεός, ο Παντοκράτορας, εκείνος της γνωστής εικόνας του Σινά με το διπλό πρόσωπο, το μισό αυστηρό και το άλλο μισό γλυκό κι ήπιο; Έχουμε εδώ μια θαυμάσια ανάλυση από το συγγραφέα, που ωστόσο υπερθεματίζει στην άποψη του σπλαχνικού  Πατέρα, του γνωστού μας ήδη από την παραβολή του Ασώτου.
‘Ετσι, στο τέλος, στη λύτρωση, Τον  βλέπουμε  Θεόν Πατέρα καλοσυνάτο, γελαστό και ευχαριστημένο με τα δημιουργήματα του και  με τους ανθρώπους του.

Ξέρετε, όταν διαβάζεις ένα μυθιστόρημα, κι ύστερα επανέρχεσαι και διαβάζεις ξανά και ξανά  κάποια κομμάτια του, ε, έχω την εντύπωση  ότι τούτη  η δουλειά του Απόστολου δεν είναι απλά και μόνο ένα μυθιστόρημα. 




Λέσβος
πατρίδα μου

       Πρόκειται για το άρτι εκδοθέν βιβλίο του  επιτ. Σχολ. Συμβούλου Στρατή Αθανάση με τη συνεργασία του γιου του Νίκου Αθανάση, διδάκτορος του τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπ. Αιγαίου.
Είναι ένα θαυμάσιο έντυπο τόσο από την πλευρά  της εμφάνισης όσο και από εκείνην του περιεχομένου. ΄Ενα άκρως χρηστικό βιβλίο που ενώ γράφτηκε, όπως μας πληροφορεί στον πρόλογό του ο Στρατής κυρίως για μαθητές του Δημοτικού, ωστόσο το βρίσκω λίαν χρήσιμο και για μεγαλύτερους και για τους κατοίκους του νησιού  μας αλλά και για τους επισκέπτες του νησιού που θέλουν να έχουν μια γρήγορη  πλην ουσιώδη πληροφόρηση  για τον τόπο μας.
Πρέπει να επισημάνω αρχικά τον «προκλητικό» τίτλο του βιβλίου, που ενώ μοιάζει συνήθης, ωστόσο προκαλεί μιαν έντονη συναισθηματική φόρτιση ιδιαίτερα σε Λέσβιους, σαν κι εμένα, που ζουν τον πολύ χρόνο μακριά από το νησί. Είναι λοιπόν το  βιβλίο τούτο  μια πατριδογνωσία με την  πλήρη έννοια του όρου – όρος ο οποίος τις τελευταίες δεκαετίες πέρασε δια πυρός και αφορισμών από πραγματικούς ή γιαλαντζί νεωτεριστές  που έβγαζαν σπυράκια σαν άκουγαν  να γίνεται λόγος για πατρίδα και για ιδιαίτερη πατρίδα. Ευτυχώς φαίνεται ότι πέρασαν αυτές οι ακραίες, ένθεν και ένθεν τοποθετήσεις και έβαλαν όλοι νερό στο κρασί τους.
Πατριδογνωσία είναι επομένως το βιβλίο των Αθανάση, αφού  είναι μαζί και γεωγραφία και ιστορία και λαογραφία και γράμμματα και τέχνες και θρησκεία, αφού κάνει  λόγο για κάθε γνώση  και κάθε πληροφορία που αφορά τη Λέσβο ΜΑΣ.
Και, σ’ ό,τι αφορά τους μαθητές του Δημοτικού, πρέπει να σημειώσω ότι έρχεται να καλύψει ένα υπάρχον κενό στον τομέα της γνώσης της  ιδιαίτερης πατρίδας, μιας και  όσο ξέρω δεν υπάρχει άλλο σχετικό βιβλίο πάνω στο θέμα τούτο, βιβλίο περιεκτικό και περιληπτικό που να δίνει στους μαθητές μιαν ολοκληρωμένη και σαφή γνώση του νησιού.
Μόνο στους μαθητές;  Σημείωσα παραπάνω ότι το βιβλίο είναι πλήρως διαφωτιστικό και χρήσιμο και για όλους τους Λέσβιους πάσης ηλικίας. Αλήθεια πόσοι και πόσα ξέρουμε για την πανίδα και τη χλωρίδα του νησιού μας; Αλήθεια πόσοι από  μας γνωρίζουν ποιός και τι ήταν ο Μυτιληναίων αιγιαλός; Aλήθεια πόσοι ξέραμε  αυτό που μας δίνει  ο Ρωμαίος συγγραφέας Αιλιανός, ότι κάποτε «ηνίκα  Μυτιληναίοι ήρξαντο των θαλασσών...» τιμώρησαν, λέει, τους συμμάχους τους που την κοπάνησαν,  με τούτη την τιμωρία, να ζουν  χωρίς μουσική και παιδεία.
Αυτά ενδεικτικά και πλήθος άλλα τέτοια έχει την ευκαιρία ο αναγνώστης να πληροφορηθεί διαβάζοντας το βιβλίο. Βιβλίο που και μόνο αν το πάρεις στα χέρια σου και το ξεφυλλίσεις θα διαπιστώσεις ότι πρόκειται  για μιαν εξαιρετικά προσεγμένη εκδοτική δουλειά με θαυμαστή επιμέλεια των κειμένων  και του οπτικού και φωτογραφικού υλικού. Και μιλάμε για ένα πλήθος φωτογραφιών(τόποι πρόσωπα, γκραβούρες κλπ.) και παραθεμάτων (αποσπάσματα από ποιητές και πεζογράφους) που  υποστηρίζουν το παρατιθέμενο κείμενο.
Και βέβαια θα πρέπει να σταθεί κανένας στην οργάνωση αυτού του κειμένου, αυτής της πατριδογνωσίας της Λέσβου. Οι συγραφείς έχουν δομήσει την όλη δουλειά τους σε 29 κεφάλαια, όπου καλύπτουν όλες τις πτυχές της ιστορίας, της γεωγραφίας, της παιδείας κλπ. του νησιού μας, συμπεριλαμβανομένων και δύο ενοτήτων για τη Λήμνο  και τον Άι Στράτη. Έχουμε λοιπόν:
Κεφ.1-5. Προϊστορία- Γεωφυσική εξέταση- Γεωγραφία (Αιγηίς. Πέτρινο δάσος. Βουνά και ποτάμια και δάση.Κλίμα. Πανίδα και χλωρίδα.)
Κεφ.6-7 Οικονομία(Προϊόντα και επαγγέλματα. Ελιά).
Κεφ.8-12 Ιστορία (Κάτοικοι. Πελασγοί. Μάκαρον έδος. Ρωμαίοι. Βυζάντιο. Γατελούζοι. Τουρκοκρατία. Απελευθέρωση. Ο των Μυτιληναίων αιγιαλός)
Κεφ.13-19 Παιδεία-Τέχνες-Πολιτισμός(αρχαίοι Λέσβιοι που δόξασαν το νησί μας, μεγάλοι Λέσβιοι κληρικοί, Θεόφιλος, Λεσβιακή Άνοιξη, Ελύτης, Σχολεία και Πανεπιστήμιο, Λεσβιακή ντοπιολαλιά).
Κεφ.20-24 Οδοιπορικό – (πόλεις και χωριά της Λέσβου με τα σπουδαιότερα τους χαρακτηριστικά).
Κεφ.25-26 Λήμνος και Άι Στράτης
Κεφ.27-29 Προσκυνήματα-κάστρα-μουσεία (Ταξιάρχης, Παναγιά Αγιασώτισσα, Αγιος Ραφαήλ ,μοναστήρια. Μεγάλα και μικρά κάστρα. Τα μουσεία του νησιού).
Δε βλέπω να  υπήρξε ή να υπάρχει  κάτι σημαντικό  στο νησί για το οποίο να μη γίνεται μικρή ή μεγάλη αναφορά. Από εκεί και πέρα η κάθε αναφορά αποτελεί ένα έναυσμα, μια αφορμή για περαιτέρω έρευνα. Γι αυτό  και στο τέλος κάθε κεφαλαίου-ενότητας υπάρχουν προτάσεις για ομαδικές δραστηριότητες. Είπαμε, αρχικά το βιβλίο απευθύνεται σε μαθητές.
Και με την ευκαιρία: Άραγε μέσα από ποιο επίσημο αναλυτικό πρόγραμμα Σχολείου θα μπορούσε οΛέσβιος μαθητής, μικρός ή μεγάλος, να μάθει πέντε πράγματα και να νιώσει υπερήφανος - γιατί η σωστή διδασκαλία πρέπει να δημιουργεί βιώματα -  για τον Βενιαμίν το Λέσβιο, τον Ουγροβλαχίας Ιγνάτιο ή το Γερμανό Καραβαγγέλη; Άσε που αυτές τις μέρες πολύς λόγος γίνεται για το μάθημα της Ιστορίας που πάνε να το καταργήσουν.
Θυμήθηκα τώρα τον μακαρίτη  τον καθηγητή μας στο Α΄Γυμνάσιο Μυτιλήνης, τον Αθ. Τσερνόγλου που μας έκανε Ιστορία  και, ευκαιρίας δοθείσης, έλεγε ότι αυτοί που γράφουν, πρέπει  αρχικά να ασχολούνται με την ιστορία του τόπου τους.
Λοιπόν το βιβλίο «Λέσβος πατρίδα μου» κινείται σ’ αυτό το πλάνο. Και  πιστεύω ότι με το πέρασμα του χρόνου θα αποδειχτεί η χρησιμότητά του και συνεπώς η προσφορά, του (φίλου των φίλων) Στρατή Αθανάση  και του γιου του.



                     Τα παραμύθια της Δόμνας
                                        

Τελικά ο Κώστας Ξενόπουλος είναι ο άνθρωπος των εκπλήξεων. Και δεν μιλώ βέβαια για τις καταπληκτικές αγιογραφίες του που έχουν να κάνουν με το ταλέντο και τη σπουδή του και που τον φέρνουν ανάμεσα στα πρώτα ονόματα – αν όχι το πρώτο – των σύγχρονων αγιογράφων. Μιλώ για τους ευρείς πνευματικούς ορίζοντες  και για τη συνεχή ανανέωση της προσφοράς του, τόσο στον τομέα της τέχνης όσο και στον τομέα της παιδείας γενικότερα.
Ούτε βέβαια αναφέρομαι στην «Κοινωνία των τεχνών» του ούτε και στο περιοδικό «Πανσέληνος» που το νέο του τεύχος κυκλοφορεί οσονούπω. Δεν κάνω λόγο καν για το συγγραφικό περί την αγιογραφίαν έργο του. Η νέα έκπληξη που μας φύλαξε πασχαλιάτικα είναι η έκδοση των παραμυθιών της «Δόμνας».
Πρόκειται λοιπόν για εννιά αυθεντικά θρακιώτικα παραμύθια που συγκέντρωσε και κατέγραψε η κυρία Δόμνα Μέγγα, η οποία μας είναι γνωστή, λίγο ή πολύ, ως μία από τις γνησιότερες και αυθεντικότερες φωνές του ελληνικού παραδοσιακού τραγουδιού. Και εικονογράφησε ο Ξενόπουλος με τη γνωστή και απαράμιλλη τέχνη του της ζωγραφικής – ένα θαυμάσιο συνταίριασμα στοιχείων βυζαντινής αγιογραφίας και λαϊκής ζωγραφικής - σ’ ένα λαμπρό αισθητικό αποτέλεσμα που δένει με το κείμενο των παραμυθιών και αποπνέει γνήσια ελληνικότητα. Και μιλάμε για δεκαέξι ολοσέλιδες πολύχρωμες ζωγραφιές που ζωντανεύουν τα παραμύθια.
Και τι παραμύθια! Εκείνα που πληγώνουν τη μνήμη μας, σαν εκείνα που ακούγαμε τότε από τις γιαγιάδες και τους παππούδες μας και κρεμόμασταν από τα χείλη τους. Παραμύθια βέβαια που ξεχείλιζαν από κάποιες ανθρώπινες  αρετές – ζητούμενα δυστυχώς για την εποχή μας – όπως ήταν η ελπίδα, η καλοσύνη, η υπομονή, η αυταπάρνηση, η ομόνοια.
Μα που ζείτε κυρία Δόμνα μου; Για ποια εποχή και για ποια παιδιά ζωγραφίζεις παραμύθια, φίλε Ξενόπουλε; Ποιους θεωρείτε αποδέκτες των παραμυθιών σας; Που τα αφιερώνετε κιόλας στους «θρακοπελαγίτες της Ίμβρου»; Δεν καταλάβατε ότι η εποχή των παραμυθιών, των γνήσιων παραμυθιών, παρήλθε ανεπιστρεπτί; Ποια γιαγιά σήμερα θα πει παραμύθια στο εγγόνι της, όταν δεν της επαρκεί ο χρόνος για να αποχαυνωθεί παρακολουθώντας Λάμψεις και άλλα τηλεοπτικά φρόκαλα; Άσε που μας τελείωσαν  και οι γιαγιάδες και οι παππούδες γιατί, βλέπεις, εκμοντερνοποιήθηκε η δομή της ελληνικής(;) οικογένειας. Όσο για τα παιδιά, τους φυσικούς αποδέκτες και ακροατές των λαϊκών μας παραμυθιών, ε, κι αυτά ακολουθώντας το συρμό και το παράδειγμα των μεγάλων, προτιμούν βέβαια τον  Herkules που αντίς για ρόπαλο κρατάει όπλο με ακτίνες λέϊζερ.
Κι όμως, εσείς επιμένετε. Και καλά κάνετε.
Γιατί και οι δυο σας είστε δεμένοι με τη γνήσια ελληνική παράδοση έστω κι αν υπηρετείτε διαφορετικούς τομείς της τέχνης. Κι εν πάση περιπτώσει  να είστε βέβαιοι  ότι υπάρχουν και σήμερα κάποιοι που εκτιμούν την προσφορά σας. Και θέλουν να ελπίζουν.
Νομίζω, λοιπόν ότι «τα παραμύθια της Δόμνας» πρέπει Να περάσουν από όλα εκείνα τα χέρια, παιδικά ή άλλα, που κατάγονται αρχικά από τη Θράκη και τη Μικρασία. Και να διαβαστούν από τα παιδιά μας. Το κέρδος θα είναι μεγάλο. Γιατί, συν τοις άλλοις, η καλή συγγραφέας έχει κι ένα γλωσσάρι στο τέλος κάθε παραμυθιού μαζί με κάποια χρησιμότατα σχόλια. Επομένως στοχεύουν και στη γλωσσική καλλιέργεια των παιδιών, σε μια εποχή μάλιστα γλωσσικής καταραμένης φτώχειας.
Πιερικοί Αντίλαλοι 22-4-99


 

                   ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ  ΑΓΩΝΕΣ

Το νεοεκδοθέν βιβλίο της κ. Λίτσας Κανάλη-Λάλλα

 

 


  Μπορεί οι Ολυμπιακοί Αγώνες να είναι μια «ελληνική υπόθεση», όπως εύστοχα η συγγραφέας τους χαρακτηρίζει, ωστόσο η συγγραφή και η έκδοση του εν λόγω βιβλίου είναι μια καθαρώς πιερική υπόθεση. Είναι μια ιστορία και μια απόδειξη ότι ο τόπος τούτος, που γέννησε τις Μούσες και επελέγη ως κατοικητήριο των θεών, για την Πιερία λέγω, εξακολουθεί να παράγει έργα πολιτισμού, να κρατεί και να διαιωνίζει την παράδοση.
Έτσι, ένα μήνα πριν αρχίσουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας, η πνευματική Πιερία κάνει έκδηλη την παρουσία της, και γιατί όχι και τη συμμετοχή της, στα Ολυμπιακά δρώμενα, με ένα βιβλίο-εκδοτικό κομψοτέχνημα, που αναφέρεται στην ιστορία των Αγώνων από την αρχή τους  ίσαμε τις μέρες μας. Συμμετοχή, σημειώνω, γιατί είναι γνωστό ότι τότε, στις μεγάλες στιγμές και ώρες του ελληνισμού της αρχαιότητας, οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν είχαν να κάνουν μόνο με τις σωματικές δυνάμεις των αγωνιζομένων, αλλά εξίσου τιμούνταν και οι πνευματικές τους επιδόσεις.
Είναι, συνεπώς, το βιβλίο τούτο η πνευματική ενασχόληση και επίδοση της συγγραφέα στο στίβο του πνεύματος και έρχεται στο φως της δημοσιότητας την κατάλληλη στιγμή, δίνοντας στον αναγνώστη, με ένα τρόπο συνοπτικό πλην και σαφέστατο, μια πανοραμική θέαση του Αθλητικού Ιδεώδους, όπως το συνέλαβαν και το υλοποίησαν οι Έλληνες από τη Μινωική Εποχή κι όπως έφτασε μέχρι τις μέρες μας.
Μέσα από τις σελίδες, τις εκατόν εξήντα, του βιβλίου, μπορεί ο αναγνώστης να διαπιστώσει, και του χρειάζεται μια τέτοια διαπίστωση, ότι παρά τις όποιες  επιφυλάξεις του,  εξαιτίας όλου του γνωστού εν  Αθήναις ολυμπιακού χαβαλέ, τα στέγαστρα και τα τραμ και τα digital  πανηγύρια που ετοιμάζονται, τους κάθε λογής Ρονγκ και Σάμαραγκ που βάλαμε μπάστακα στο κεφάλι μας, τα τεράστια ποσά που ξοδεύτηκαν και ξοδεύονται και θα τα πληρώνουν και τα εγγόνια μας, και όλο εκείνο το καρακιτσαριό με το Φοίβο και την Αθηνά και εκείνο το απίθανο σήμα-κύκλο της  πολιτιστικής Ολυμπιάδας, λοιπόν, παρά τις όποιες επιφυλάξεις και είναι πολλές αυτές, ο αναγνώστης θα διαπιστώσει πως ότι και να γίνει  οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ.
 Μακάρι να το καταλάβαιναν τούτο και οι κατά καιρούς κρατούντες και να διάβαζαν και λίγο ιστορία και να μην έπεφταν στη λούμπα που τους έστησαν οι Αθάνατοι !!! της Δ.Ο.Ε.
 Ωστόσο η όλη συγγραφική επίδοση της ευειδούς κυρίας Λάλλα θα ήταν σίγουρα ημιτελής, αν δεν ερχόταν το βιβλιοπωλείο «Μάτι» με την εκδοτική του πείρα να συμβάλλει και να προσδώσει στο περιεχόμενο αυτή τη ξέχωρη αισθητική παρουσία, που είναι το πρέπον ένδυμα σ’ ένα άρτιο από κάθε άποψη περιεχόμενο.
 Είναι καιρός, χρόνια τώρα, που ο Κυριάκος Προβατίδης, στέκεται δίπλα στους πνευματικούς ανθρώπους του τόπου τούτου, και με τις εκδόσεις «Μάτι» τους δίνει τη δυνατότητα να φέρουν στο φως της δημοσιότητας τους καρπούς του πνευματικού τους μόχθου.
 Χάρη σε τέτοιους ανθρώπους μπορεί τελικά και συνεχίζεται η πολιτιστική παράδοση της Πιερίας, γιατί αν οι εν Πιερία  υπηρέτες της τέχνης και του λόγου περίμεναν στήριξη από τους κατά τεκμήριον αρμοδίους, μάλλον θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τους …. επόμενους  Ολυμπιακούς εν Ελλάδι  αγώνες.
Ο Αίγειρος
 Πιερικοι Αντίλαλοι 5-7-2004

Σημερινό σχόλιο

 'Οσο κι αν, όπως φαίνεται από το παραπάνω κείμενο, ψιλιαζόμασταν τότε ότι τους Ολυμπιακούς Αγώνες (της μάσας και της μίζας) θα τους πληρώναμε ακριβά, ωστόσο δεν φανταζόμασταν ότι θα ήταν και η χαριστική βολή της οικονομικής κατάρευσης της Ελλάδας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου