Δημοσιεύματα Ομιλίες Βιβλία Ζωγραφική Λέσβος Ιστότοποι

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Εις ανάμνησιν

         Συμπληρώνονται τούτες τις μέρες ενενήντα χρόνια από τη Μικρασιατική Τραγωδία ( Σεπτ.1922 -  Σεπτ. 2012). Ως 'Ελληνας δάσκαλος νιώθω υποχρέωση να συμμετέχω στον εορτασμό της επετείου με τον τρόπο μου. Επειδή λοιπόν, όπως λέει ο ποιητής μας,
                                  

"Γνώμες, καρδιές, όσοι Έλληνες, ό, τι είστε, μην ξεχνάτε!
Δεν είστε από τα χέρια σας μονάχα.
Όχι! Χρωστάτε και σ` όσους ήρθαν, πέρασαν,
θα 'ρθουνε, θα περάσουν.
Κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι, οι νεκροί".


κι επειδή, ακόμα περισσότερο, σε τέτοιες επετείους  ηχεί στα αυτιά μου το βιβλικό "Κολληθείη η γλώσσα μου τω λάρυγγί μου, εάν μη σου μνησθώ", έκανα ένα αφιέρωμα  στις σελίδες του ιστολογίου in memoriam 1 και 2 τις οποίες μπορούν να δουν οι επισκέπτες .

Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012






Στον επισκέπτη, αντί  καλωσορίσματος

                                     Π Ρ Ο Λ Ο Γ Ο Σ

                                              ή
                           περί  στανικής επιδιώξεως
                       της κοινωνικής προβολής λόγος,
                                (αυτo) χλευαστικός

 
Όσοι συμβαίνει να διαβάζουν, έστω και ολίγον, έχουν δει πολλές φορές να φιγουράρει στους προλόγους η γνωστή ρήσις του Αριστοτέλους ότι ο άνθρωπος είναι κοινωνικόν  ον. Ε, μιας και το είπε ο Σταγειρίτης σοφός - τι Σταγειρίτης δηλ. από το Σείριο μας ήλθε ο άνθρωπος - δεν μπορεί παρά να είναι έτσι.
Εκείνο όμως που όλοι τους δεν ομολογούν είναι ότι, επειδή ακριβώς ο άνθρωπος είναι κοινωνικόν ον, είναι μαζί και ον ματαιόδοξον. Εγώ κιόλας νομίζω ότι η ματαιοδοξία είναι η κατεξοχήν ιδιότητα του ανθρώπου και δεν χρειάζεται δα και πολλή προσπάθεια για να ανακαλύψει κανείς ότι κάτω από τις όποιες δραστηριότητες όλων των ανθρώπων σ’ όλες τις εποχές κρύπτεται η ματαιοδοξία, κι ας λένε οι άλλοι, οι όποιοι άλλοι, ό,τι θέλουν.
     Μέσα στον μικρό ή μεγάλο κοινωνικό του περίγυρο ο καθένας ό,τι κάνει, το κάνει γιατί, ματαιόδοξος ων, θέλει να προβληθεί, νομίζοντας ότι η προβολή αυτή είναι το άπαν και ότι τότε οι άλλοι – η κόλαση δηλ. κατά τον   Sartre – θα ανοίξουν δύο πιθαμές το στόμα θαυμάζοντάς  τον, κούνια που τον κούναγε !
     Διότι και οι άλλοι με τη σειρά τους επιζητούν κι αυτοί την όποια κοινωνική τους προβολή και, συνεπώς, αν μεν έχουν κάτι να κερδίσουν κι αυτοί  από την προβολή – επιτυχία του πρώτου, εκφράζουν τάχατες ανυπόκριτο θαυμασμό, αν όμως δεν έχουν, το πολύ πολύ να τον φθονήσουν σιωπηρώς και κάποια στιγμή  να του τη φέρουν πισώπλατα.
   Η ματαιοδοξία ως γνωστόν είναι λέξις ελληνική σημαίνουσα την ιδιότητα του ανθρώπου να κυνηγάει την δόξα για πράγματα μάταια, κενά, ανώφελα. Δεδομένου δε ότι τα επίγεια αγαθά είναι γενικώς εφήμερά τε και ανώφελα, δηλ. σε τελική ανάλυση δεν είναι αγαθά, άρα και το κυνηγητό αυτό των ανθρώπων ανώφελον είναι και ανόητον. Παραταύτα οι πάντες μετά μανίας επιδιώκουν την προβολήν, την φήμην και την υστεροφημίαν  και το περί το όνομά τους σούσουρο ή κουτσομπολιό, που αποκτιέται  διά των έργων, των κατορθωμάτων, του κόπου, των χρημάτων, των ικανοτήτων και των ταλέντων, με όποιο μέσον τελοσπάντων, θέλοντας να αγνοούν ότι  η όποια δόξα συνοδεύεται μονίμως  με την ματαιότητα των πραγμάτων.
Περί της οποίας ματαιότητος είναι γνωστός ο θαυμάσιος λόγος του Ιωάννου Χρυσοστόμου με αφορμή τα ρεζιλίκια που έπαθε ο σκανδαλοποιός ευνούχος Ευτρόπιος, ο οποίος ωστόσο Ευτρόπιος τον είχε βοηθήσει, λένε, να γίνει Πατριάρχης.
      Διά να γίνω περισσότερον  σαφής θα πρέπει να αναφέρω παραδείγματά τινα. Γιατί, ας  πούμε, ο Χ  σκοτώνεται στη δουλειά και στην αμάχη για να αποκτήσει ένα πολυτελέστατο σπίτι ή μία μερσεντές ή για να αυγατίσει  τα ακίνητά του και τα κινητά του ; Ενώ θα μπορούσε να ζει ανέτως και άνευ άγχους και να απολαμβάνει με μέτρον βέβαια – αν και τελικά δεν έχω καταλάβει ποιο είναι αυτό το άριστον μέτρον περί του οποίου ωμίλουν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι - τα ωραία της ζωής; Απλά, γιατί νομίζει ότι οι άλλοι βλέποντάς τον θα ανοίξουν δυο πιθαμές το στόμα και θα τον θαυμάζουν λες και έπιασε τον Πάπα από τους όρχεις.
   Φυσικά, οι άλλοι, ανάλογα και με το επίπεδο τους (πνευματικό, οικονομικό κλπ.) μόνο θαυμασμό δε νιώθουν. Το πολύ που μπορούν να νιώσουν είναι φθόνος και ζήλια, «γιατί αυτός κι όχι εγώ;», ή, επί το επιεικέστερον, «γιατί αυτός κι όχι κι εγώ ;»  .
     Κι η ζημιά είναι ακόμα πιο μεγάλη όταν, βλέποντας τον άλλον να μπαίνει σ’ αυτήν τη διαδικασία της αγχώδους «αυγατίσεως» των περιουσιακών του στοιχείων και της πολυτελούς διαβιώσεως, διαδικασία η οποία σου αφαιρεί χρόνο – και τελικά χρόνια – από τις απλές χαρές της ζωής, που είναι και οι πιο όμορφες, θέλεις κι εσύ  να τον μιμηθείς και πέφτεις κι εσύ σ’ αυτήν την άχαρη λούμπα, ενώ  ξέρεις, όπως κι εκείνος, ότι  όλα είναι ανώφελα και μάταια τελικώς, κατά το πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα  που ψέλνουν οι παπάδες στα ξόδια, μην παραλείποντας βεβαίως κι εκείνοι να φορούνε πολυτελέστατα άμφια, λες κι εκεί που θα πάμε τελικά όλοι μας θα κριθούμε απ’ το τι φορούσαμε εδώ κάτω ή πού κατοικούσαμε ή απ’ το αν είχε πολλά αλόγατα  η μηχανή μας.
   Η αναζήτησις λοιπόν της δόξας, της φήμης, της κοινωνικής προβολής, είναι έμφυτος εις τον άνθρωπον μιας  και απορρέει εκ της βασικής ιδιότητός του ως κοινωνικού όντος. Και γνωρίζει βεβαίως ότι όλα είναι μάταια και κενά, πλην δεν ημπορεί να το κόψει το χούι του, αφού  ως γνωστόν τον πλούτον πολλοί εμίσησαν – ποιος ψεύτης το είπε αυτό; - αλλά την δόξαν ουδείς.
   Ο,τι  συμβαίνει με την αναζήτησιν της δόξας εις το οικονομικόν πεδίον, συμβαίνει και σ’ άλλα πεδία . Λες :  <<Αφού δεν μπορώ να διάγω βίον πλούσιον για να με θαυμάζουν οι άλλοι εξαιτίας της επαύλεώς μου ή της παραθεριστικής μου βίλας  ή της μερσεντές μου, ας το προσπαθήσω αλλέως πως >>. Γράφω λοιπόν ένα βιβλίο, ας πούμε, και το παίζω  συγγραφέας.
    Με τα ποιήματα κιόλας το πράγμα καταντάει από απλό έως πανεύκολο. Μπορείς, ειδικά στην εποχή μας,  να γράψεις σε ελεύθερο στίχο  ό,τι ανοησίες κατεβάσει η γκλάβα σου και να νομίζεις ότι  είσαι ποιητής. Εννοείται ότι θα υποβληθείς και σε κάποιο έξοδο για να τυπώσεις  τις ποιητικές σου εμπνεύσεις και απ’ εκεί και πέρα θα κάθεσαι να εισπράττεις τα σχόλια και τις κριτικές των φίλων και γνωστών σου, τύπου «Α, τι ωραία που τα λες, δεν καταλάβαμε τίποτα» και βέβαια θα απορείς, γιατί ακόμα δεν σε πρότειναν για το Νόμπελ λογοτεχνίας.
  Λέγω, στην εποχή μας, γιατί βέβαια ζώμεν εις την εποχήν της περικοκλάδας και της σκουληκομυρμηγκό τρυπας. ΄Οσο πιο πολύ περιπεπλεγμένα τα γράφεις  ή τα λες, τόσο για πιο σπουδαίος περνιέσαι ή νομίζεις ότι σε περνούν οι άλλοι, κι ας χασκογελούν οι τελευταίοι με νόημα για τα καμώματά σου.
   Αχ, αυτή η επιδίωξη της κοινωνικής προβολής και της δημοσιότητας! Είναι  η αιτία που γέμισε ο κόσμος με βιβλία και περιοδικά γεμάτα πεζά ή ποιητικά φρόκαλα, με ποιητές και συγγραφείς αυτοαποκαλούμενους και αυτοπροβαλ- λόμενους, με κουλτουριάρηδες ακούρευτους και ειδήμονες κριτικούς, που κριτικάρουν με το αζημίωτον..
Απ’ όλην αυτήν την φαιδρά ιστορία οι πάντες βγαίνουν πολύ ευχαριστημένοι. Κατά πρώτον οι εκδότες εφημερίδων και περιοδικών, που βρίσκουν κορόιδα να τους γράφουν άρθρα τσάμπα και να γεμίζουν τις στήλες των εντύπων τους. Πετάνε κιόλας κάποια στιγμή το δέλεαρ: 
"Γράφε εσύ, κι εγώ θα σε κάνω διάσημο διά της εφημερίδος μου". Ο Αίγειρος έχει γίνει αποδέκτης του συγκεκριμένου δολώματος και μάλιστα όχι άπαξ. Πώς αντέδρασε; «Καλά, για τόσο κορόιδο με περνάει  ο μαλάκας;». Κι αυτομάτως περιόρισε τις δημοσιογραφίες του εις το ελάχιστον, ή τελοσπάντων εις το αναγκαίον, γιατί το χούι δύσκολα  κόβεται, όταν κάποια στιγμή θέλεις επιτέλους να πεις την άποψή σου δημοσίως για τα στραβά και τα ανάποδα που σε περιβάλλουν. Ούτω πως προέκυψαν οι στήλες του «Επί ξυρού ακμής» και « Ελλάς το μεγαλείο σου» σε εφημερίδες της Κατερίνης.
Ευχαριστημένοιβεβαίως είναι και οι δημοσιο γράφοι ή οι δημοσίως γράφοντες, που εξυπηρετούν διά των πληρωμένων ή μη  στηλών και στυλών τους,  τους την δημοσίαν προβολήν επιδιώκοντας. Διότι, οι πάσχοντες από το σύνδρομον της δημοσιότητος, ιδιαίτερα μάλιστα οι χριζόμενοι από το star system ή  οι αυτοχριζόμενοι καλλιτέχνες και, κυρίως, καλλιτέχνιδες  του χώρου της υποκριτικής και του άσματος, ευειδείς μεν, πλην ρηχοί και ατάλαντοι κατά το πλείστον, είναι πρόθυμοι να δώσουν τα πάντα  προκειμένου να τους βγάλουν οι δημοσιογράφοι στο γυαλί ή να τους πάρουν μια συνέντευξη για το περιοδικό ή την εφημερίδα τους.
Και κάθεσαι στην τηλεόραση και σούρχονται κατακέφαλα ένα σωρό ανοησίες  εκκολαπτομένης καλλιτεχνικής προσωπικότητος, σερβιρισμένες ωστόσο με πολύ μπούτι και ολίγον στήθος, και, ιδού ο λόγος διά τον  οποίον  δεν αλλάζεις κανάλι. Τούτο αυτό συμβαίνει και με τον περιοδικό τύπο, όπου εν μέσω ευχύμων φωτογραφιών προβάλλονται συνεντεύξεις και μεγάλες κουβέντες αληλλοθαυμαζομένων μετριοτήτων, για να σπάζεις πλάκα με τα μυαλά που κουλαντρίζουν οι συνεντευξιαζόμενοι και με το επίπεδο βέβαια του πολιτισμού μας.
    Όχι πως δεν υπάρχουν πράγματι προσωπικότητες του χώρου της τέχνης και των γραμμάτων, που η παρουσία τους στο προσκήνιο της δημοσιότητος είναι χρήσιμη και, συνεπώς, επιβεβλημένη, γιατί πράγματι έχουν κάτι να πουν. Όμως αυτές οι προσωπικότητες αποφεύγουν συνήθως τη δημοσιότητα για να μην μπουν στο ίδιο καζάνι με τις από καναλίου εις κανάλιον παρελαύνουσες ασημαντότητες. Αυτοί οι αστέρες, επειδή δεν αποτελούν εξαίρεσιν του κανόνος της επιζητήσεως της κοινωνικής προβολής, περιορίζονται κυρίως σε σοβαρές εφημερίδες και σοβαρά περιοδικά, γιατί έχουν πάρει ψηλά τον αμανέ και τους ενδιαφέρει μόνον ένα υποψιασμένο κοινό, απορρίπτοντας  μετά βδελυγμίας τον συγχρωτισμόν  με τη λαϊκατζουριά. Και τούτο ανεξάρτητα αν στις βαρύγδουπες ομιλίες τους μιλούν για το λαό, το παίζουν αντιρατσιστές, καυχώνται διά την λαϊκήν τους καταγωγήν κλπ. κλπ. .
   Με τέτοιες καταστάσεις  προσπαθούν οι πάντες να βολευτούν εντός του συγχρόνου λαβυρίνθου των διαπλεκομένων δημοσίων σχέσεων και θεαμάτων.
   Επί του προκειμένου εξόχως απολαυστική της ματαιοδοξίας των ανθρώπων είναι η περίπτωσις των αυτογράφων. Συνήθεια αρκετά παλαιά ατόμων της νεαράς κυρίως ηλικίας να πλησιάζουν τα καλλιτεχνικά τους ινδάλματα, τραγουδιστές, θεατρίνους και τέτοια, και να τους ζητούν αυτόγραφα. Κι εκείνοι, καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες, ασμένως ανταποκρίνονται εις το αίτημα και υπογράφουν αφειδώς φωτογραφίες τους «με πολλή αγάπη». Ψευδόμενοι βέβαια, ασυστόλως, διότι καρφάκι δεν τους καίγεται για το Γιάννη ή τη Μαρία, που σπρώχνει και σπρώχνεται για να πάρει το αυτόγραφο. Ντόρος και βαβούρα να γίνεται, αυτό τους ενδιαφέρει και μακάρι να είναι κοντά και καμιά κάμερα να απαθανατίσει το στριμωξίδι και να το δείξει η τηλεόραση, γιατί αυτά «πουλάνε» και ανεβαίνει το κασέ του. Και «τι θα το κάνεις, ρε Γιάννη, το αυτόγραφο της αοιδού;» . Το πολύ πολύ να το βάλει στο δωμάτιό του σε εμφανές σημείο και να καμαρώνει ως γύφτικο σκεπάρνι και….χέστηκε η φοράδα στο αλώνι.
      Αλλά το θέμα των αυτογράφων παρουσιάζει και άλλες ενδιαφέρουσες και σπαρταριστές πλευρές, εκτός του γεγονότος ότι, τελευταίως,  στην ομάδα των  υπογραφόντων φωτογραφίες τους, που αποκαλούνται  αστόχως αυτόγραφα, προστέθηκαν και οι αθλητές, ολυμπιονίκες, πανελληνιονίκες, κλπ. και οι ποδοσφαι ριστές απαραιτήτως –ώ τι λαμπρές προσωπικότητες! – για να καβαλήσουν και αυτοί το καλάμι και να γίνουν βεντέτες με τουπέ και ύφος δέκα καρδιναλίων.
    Ιδιαίτερα ωστόσο ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωσις περιοδευόντων, δίκην μπουλουκίου του παλιού καιρού, συγγραφέων ιδιαίτερα της παιδικής λογοτεχνίας, αλλά όχι μόνο. Τι γίνεται δηλαδή; Οι εκδότες, τσακάλια όντες, το έπιασαν το νόημα για να αυξήσουν τις πωλήσεις. Λένε λοιπόν « αφού τα παιδάκια εντυπωσιά ζονται από μία συγγραφέα, την στέλνουμε στα σχολεία, οργανώνουμε και μια έκθεση βιβλίου με τα βιβλία της μαζί και μια ομιλία στα παιδιά» και ύστερα κουράγιο να ‘χει η συγγραφέας να υπογράφει βιβλία της. Και λέγω η συγγραφέας και όχι ο συγγραφέας,  γιατί το θηλυκόν γένος είναι πιο πρόσφορο σε τέτοιες διαδικασίες. Καλές οι αυτόγραφες αφιερώσεις, δεν λέω, αλλά πράγματι να το αφιερώνεις το βιβλίο, δηλ. να το δωρίζεις στον αποδέκτη κι όχι ο τελευταίος να το αγοράζει κι εσύ να υπογράφεις μετά μειδιάματος, γελώντας ίσως ενδομύχως για την παιδική αφέλεια.
       Είπαμε όμως. Η δημοσιότητα, η δόξα, η  προβολή είναι αρρώστια. Σαράκι  που σε τρώει και σε εξουσιάζει και σε οδηγεί πολλάκις σε πράξεις αστείες και καταγέλαστες. Καμιά φορά κιόλας γελάς και μόνος σου αργότερα με τα  ανόητα καμώματά σου, που μόνον στόχον είχαν να προβληθείς στον κοινωνικό ή επαγγελματικό σου περίγυρο, εκτός και αν σκόπευες να τα οικονομήσεις κιόλας ή να αποκατασταθείς επαγγελματικά,  οπότε αλλάζει το πράγμα, αλλά μέχρις ενός σημείου κι αυτό.
   Εδώ ανήκουν οι αιρετοί «άρχοντες» γενικώς, πολιτικοί, συνδικαλιστές, πρόεδροι και βάλε… Πλην ελαχίστων, οι οποίοι είναι πράγματι «ψώνια» μιας και πιστεύουν ακραδάντως ότι αυτοί θα σώσουν την  Ελλάδα, όλοι οι άλλοι επιζητούν μέσω του κόμματος ή της παρατάξεως την κοινωνικήν τους προβολήν και την οικονομικήν τους ευεξίαν. Είναι μάλιστα και μερικοί που έχουν ακόμα πιο μεγάλη πλάκα.«Εγώ δεν ήθελα να είμαι υποψήφιος, αλλά με επεστράτευσαν». Βαράτε με κι ας κλαίω  δηλ. « Σώπα ρε, που δεν ήθελες να γίνεις βουλευτής ή Νομάρχης ή Δήμαρχος ή όποιος αιρετός τελοσπάντων και σ’ έπιασαν  και σε πήραν με το ζόρι και ξόδεψες ένα κάρο λεφτά στο βρόντο».
      Βεβαίως εδώ η δημοσιότης και η προβολή, ανάλογα με το πόστο που κατάφερες να εκλεγείς – και τίνι τρόπω το κατάφερες και πόσες κατουρημένες ποδιές φίλησες-  είναι απολύτως εξασφαλισμένη. Όσο μάλιστα αυτά τα πόστα είναι πιο λίγα σε πανελλήνιο επίπεδο, τόσο η εμβέλεια της δημοσιότητος είναι μεγαλύτερη. Εδώ τα χειροκροτήματα και οι τεμενάδες πέφτουν αβέρτα, γίνεσαι περιζήτητος  από τους δημοσιογράφους  και από τα μέσα μαζικής ενημερώσεως κι έχεις κι έναν μόνιμο περίγυρο παρατρεχαμένων να σου λένε συνεχώς «μπράβο, καλά τα έκανες» ή «τα είπες».
   Τούτα είναι άκρως επικίνδυνα πράγματα γιατί, αφενός μεν μπορούν να σε κάνουν να ξεχάσεις εκείνο του Αγάθωνος – αν το έμαθες βέβαια ποτέ – ότι ο άρχων  « ουκ αεί άρχει» και,  αφετέρου, να θαμβωθείς από τη φήμη και τη δόξα και να λησμονήσεις ότι  όλα είναι μάταια και ψευδή. Είτε το ένα συμβεί είτε το άλλο, κινδυνεύεις κάποια στιγμή να προσγειωθείς ανωμάλως.
  Στην περίπτωση λοιπόν των δημοσίων ανδρών της πολιτικής το πράγμα αποκτά μεγαλύτερον ενδιαφέρον και για τον εξής επιπλέον λόγον.  Διότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι, που η ανοησία και η ματαιοδοξία τους φτάνει μέχρις σημείου να νομίζουν ότι, αν είναι κοντά σε κάποιον διάσημο, στο πρόσωπο της ημέρας, στον τοπικόν άρχοντα – σιγά τον άρχοντα – παίρνουν κι αυτοί κάτι από τη δημοσιότητά του και θαρρούν ότι στα μάτια των άλλων είναι κάτι κι αυτοί. Σμήνος κομματαρχών και παρατρεχάμενων και σφογγοκωλα ρίων  περιτριγυρίζουν τον εκλεκτό(!) τους , έτοιμοι να τον χειροκροτήσουν, να του ξεσκονίσουν το σακάκι, να τον τραπεζώσουν ή να τραπεζωθούν ως ακόλουθοί του. Τους βλέπετε δα πώς καμαρώνουν να στέκονται κοντά του, να φωτογραφίζονται, να κουνούν το κεφάλι τους, λες και έχουν πάθει πάρκινσον, μονίμως συμφωνούντες με τα λεγόμενα του και στολίζοντας το στόμα τους με ηδύ χαμόγελο αφάτου ικανοποιήσεως, λες και τους ρώτησε κανείς .
      Βέβαια πολλοί απ’ αυτούς όλα αυτά τα καρα γκιοζιλίκια τα κάνουν αναγκαστικά, γιατί δεν το έχουν το δημόσιο πρόσωπο σε καμιάν ιδιαίτερη υπόληψη, αλλά αναγκάζονται να παίζουν το παιχνίδι έτσι, γιατί έτσι τους βολεύει ή γιατί θέλουν να βολευτούν ή να βολέψουν το γιο ή την κόρη τους. Είναι όμως ουκ ολίγοι και εκείνοι που μη βρίσκοντας  άλλην οδόν προς την δόξαν, βρίσκουν την εύκολον της οσφυοκαμψίας και του γλειψίματος   των προσώπων της εξουσίας και κατ’ ακολουθίαν της δημοσιότητος, ευελπιστούντες  ότι θα τους δουν ή θα τους ακούσουν οι άλλοι και…θα τους θαυμάζουν. Οι καημένοι!!! Γιατί οι άλλοι έχουν γραμμένους μονίμως και αυτούς και τα αφεντικά τους στα παλαιά τους υποδήματα, αλλά το παίζουν θαυμαστές κι αυτοί για να κρατάνε και κάποια πισινή. Πού ξέρεις τι γίνεται;
     Και, για να τελειώνω και με τις δημοσιότητες της πολιτικής, εδώ υπάρχει και μία ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή και εξαίρεση. Ενώ δηλ. σ’ όλους τους άλλους χώρους των διασημοτήτων τα αυτόγραφα δίνουν και παίρνουν, όταν πρόκειται για εθνοπατέρες  και άλλες τέτοιες δημοσιότητες τα αυτόγραφα είναι είδος που ανήκει στα αζήτητα. Ο πανέξυπνος Έλληνας δεν θέλει τεκμήρια τέτοιων συνεργασιών και σχέσεων, γιατί ξέρει πως το πολιτικόν  ίνδαλμα σήμερα  είναι αύριο δεν είναι και, καλόν είναι, να φυλάγουμε και τα νώτα μας.
    Στανική λοιπόν η προσπάθεια όλων των ανθρώπων να επιζητούν με αυτόν ή εκείνον τον τρόπο την δημοσιότητα και την κοινωνική προβολή, κι ας ξέρουν, αν έχουν λίγο νιονιό, ότι όλα είναι μάταια και κενά. Εκείνοι το χαβά τους. Έτσι γέμισε ο κόσμος πολιτικούς, συνδικαλιστές, συγγραφείς, ποιητές, δημοσιογράφους και καλλιτέχνες της δεκάρας, όλες  σε τελική ανάλυση τις ιδιότητες που μπορούν να προβάλλονται σε μια μικρή ή μεγάλη κοινωνική ομάδα και να προκαλούν συζήτηση περί το έργον ή το όνομα.
    Και φυσικά  τούτο αυτό συμβαίνει και με άλλα ταλέντα ή ατάλαντα  στις τέχνες και στις δραστηριότητες και, ειδικά, στη ζωγραφική που την  άφησα τελευταία.
   Βέβαια στη ζωγραφική το πράγμα δεν είναι  τόσο απλό, γιατί για να το τολμήσεις,  χρειάζεται έστω και μια μικρή  σπιθούλα, που αν δεν την έχεις,  δεν το καταπιάνεσαι.
   Τώρα θα μου πει κάποιος «καλά, και για να γράψεις ένα ποίημα ή ένα μυθιστόρημα ας πούμε ή ένα δοκίμιο, δε χρειάζεται να έχεις τα φόντα, που εκτός από ένα κάποιο ταλέντο είναι και η μόρφωση και η παιδεία και, οπωσδήποτε, η γνώση και ο χειρισμός της γλώσσας, του εργαλείου δηλ. με το οποίον θα καταφέρεις να βγάλεις προς τα έξω την έμπνευσή σου σε στίχους ή σε πρόζα;»
   Ναι, αρχικά έτσι είναι. Αλλά, στην εποχή της γλωσσικής αφασίας που ζούμε, οι όποιες γλωσσικές «εκτελέσεις» σου ή τα γλωσσικά σου υβρίδια, είναι κυριολεκτικά  ψύλλοι στα άχυρα. Διότι οι συνήθεις αποδέκτες του έργου σου βρίσκονται περίπου στην ίδια με σένα κατάσταση ή, το πολύ πολύ, να είσαι μονόφθαλμος μεταξύ τυφλών. Εκείνοι που πραγματικά γνωρίζουν και μπορούν να κρίνουν, είναι απόμακροι και,  είναι ή το παίζουν, βαριά πεπόνια, συνεπώς δεν ασχολούνται με τις δικές σου  ανοησίες και σ’ έχουν γραμμένο, όπως άλλωστε κι εσύ ομοίως έχεις γραμμένη τη δική τους σοφία.
   Όσο για τη μόρφωση και την παιδεία που προανέφερα, αυτά είναι πλέον τόσο νεφελώδη και αόριστα που, σιωπηρώς, έχουν συμφωνήσει όλοι να μην ασχολούνται μ’ αυτά για να μην χαλάει και η σούπα. Εδώ και σε χώρους που έπρεπε να είναι η παιδεία το πρώτο και κύριο ζητούμενο, το θέμα μένει στα αζήτητα και υποκαταστάθηκε με τη λέξη εκπαίδευση, που σημαίνει να εκπαιδευτείς για να γίνεις ένας ικανός γιατρός ή μηχανικός ή καθηγητής  πανεπιστημίου, τουτέστιν να τα οικονομάς καλά και ας είσαι, από ψυχική καλλιέργεια, τενεκές ξεγάνωτος. Φτάνει να είσαι  ικανός στο επάγγελμά σου ή να έχεις καλές δημόσιες σχέσεις ώστε να βγαίνεις ή να σε βγάζουν στο γυαλί και στην όποια δημοσιότητα, μ’ άλλα λόγια να «πουλάς», κι ας πουλιέσαι.
     Νά την πάλι η δημοσιότης, η προβολή δηλ. μέσα στην κοινωνία διά του τύπου, της τηλεοράσεως, ακόμα και διά του κουτσομπολιού και του σούσουρου. 
    Έ, λοιπόν πώς είναι δυνατόν, όταν  καταλάβεις (ή, το χειρότερον, νομίσεις ) ότι πιάνει λίγο  το χεράκι σου να μην επιδιώξεις δι’ αυτού του υπαρκτού ή ανυπάρκτου ταλέντου σου  την δημοσίαν προβολήν; Έτσι αρχίζεις να «παράγεις» καλλιτεχνικά προϊόντα, που πολλές φορές μάλλον υποπροϊόντα είναι και, ευκαιρίας δοθείσης, να τα εκθέτεις εις δημοσίαν θέαν και τελικά  να εκτίθεσαι. Κι έρχονται φίλοι και γνωστοί και βλέπουν τα έργα σου και σε «θαυμάζουν» και εκπλήσσονται για το ταλέντο σου, πού ήταν κρυμμένο τόσα χρόνια, αγοράζουν κιόλας εξ υποχρεώσεως κανένα έργο σου κι εσύ πια κοκορεύεσαι ως καλλιτέχνης ολκής και διάγεις πανευτυχής, λησμονώντας το μάταιον και εφήμερον των ανθρωπίνων πραγμάτων.
   Η όλη αυτή ιστορία έχει και άλλες λίαν ενδιαφέρουσες πλευρές, που έχουν να κάνουν με τις, διά της ιστορίας αυτής, διαγραφόμενες δυνατότητες  να γνωρίσεις τα πραγματικά αισθήματα των φίλων σου, ου μην αλλά και των άσπονδων φίλων σου, να γνωρίσεις την αχαριστία  ανθρώπων που εξυπηρέτησες σε ανύποπτο χρόνο, να γελάσεις με το φθόνο και τη μικρότητα μερικών μερικών, αλλά και (αν διαθέτεις λίγο μυαλό) με τις υπερβολές και τις αμετροέπειες άλλων.
       «Και καλά» θα μου πεις, επισκέπτη της ιστοσελίδας και αναγνώστη, εσύ που  άντεξες να διαβάσεις μέχρις εδώ όλα τα δικά μου φληναφήματα , «εσύ, Αίγειρε, γιατί τα γράφεις όλα αυτά; Τι σ’ έπιασε, ή τι θέλεις να δείξεις, και μας κάνεις τον τιμητή των πάντων;»
      Χα! Μα ποιος σου είπε, φίλε, ότι εγώ αποτελώ εξαίρεση; Στο ίδιο καζάνι βράζω κι εγώ. Γιατί τάχα, δεν είμαι κι εγώ ον κοινωνικόν και, συνεπώς, ματαιόδοξον;
    Γράφω, ζωγραφίζω, σχολιάζω, γιατί δεν αποτελώ εξαίρεσιν του κανόνος, γιατί κι εμένα μ’ αρέσει να γίνεται λόγος γύρω απ’ το όνομά μου. Μ’ αρέσει να διαβάζουν τα χρονογραφήματά μου, να έρχονται στις εκθέσεις μου, ακόμα πιο καλά αν αγοράζουν και πίνακές μου, αλλά εκείνο που μ’ αρέσει πάνω απ’ όλα είναι να διαπιστώνω ανύποπτα ότι κάτι δικό μου τους άρεσε. Αυτό, το να μην στο λένε φανερά και κατάμουτρα, αλλά να το πληροφορείσαι  κάποια στιγμή από τρίτους κι ακόμα πιο πολύ  να μην ξέρεις ποιος την είπε  ή την έγραψε την καλήν  την κουβέντα, είναι για μένα πραγματική απόλαυσις.
  Μια τέτοια κουβέντα, υπό μορφήν ολιγολόγου σημειώματος-κριτικής που δημοσιεύθηκε σε τοπική εφημερίδα, όταν έκανα την πρώτη μου έκθεση ζωγραφικής, είχε για μένα καταλυτική σημασία στο να συνεχίσω να ζωγραφίζω.
      Τώρα, στο πιθανό ερώτημα που έχεις, αναγνώστη, για τον αποχρώντα λόγον «συγγραφής» του παρόντος λόγου και της επιλογής και έκδοσης  της συλλογής μέρους των κατά καιρούς  δημοσιευθέντων  στον τοπικό τύπο της Κατερίνης «χρονογραφημάτων» μου,  αν μπορούν να ονομαστούν έτσι, νομίζω ότι ύστερα απ’ όλα, μα όλα, τα παραπάνω η απάντησις είναι αυτονόητος.
            Παραταύτα δεν ξεχνώ ότι όλα είναι μάταια.
                                 
        Έγραφα στην Κατερίνη το  Γενάρη του  2005 και,

Επειδή δεν κατέστη δυνατόν να εκδοθεί η προαναφερθείσα συλλογή, σε τούτους κιόλας τους δύσκολους καιρούς, για να μην πάει χαμένη τόση σοφία(!), καταχωρίζω τούτο το κείμενο εδώ, τώρα, Φλεβάρη του δισέκτου έτους  2012, για να ξέρει ο επισκέπτης τι πρόκειται να διαβάσει και να δει.